Σάββατο 9 Μαΐου 2009

Πάνου Δ. Ταγκόπουλου: Η καινούργια πλατεία


Η καινούργια πλατεία



Το παλιό νεκροταφείο, που είτανε μέσα στο κέντρο του χωριού, θα γινότανε πλατεία, θα τo μεταφέρανε μισή ώρα πιο πάνω, βορεινά, εκεί που τώρα είχανε αρχίσει να θάβουνε τους νεκρούς και που ο άρχοντας ο Ντιλέρης, είχε σιάξει μεγάλο μαρμάρινο μνημείο με δυο μυκηναϊκά λιοντάρια στην είσοδο.
Το μνημείο αυτό το είχε στήσει στη μνήμη του μικρού του παιδιού, του Κωστάκη, ενός αγοριού δέκα - δώδεκα χρονών και του είχε στοιχίσει κοντά τετρακόσιες χιλιάδες δραχμές - όλο μάρμαρο καθαρό της Πεντέλης.
Λίγο παρέκει είχανε ανοίξει κιόλας δυο - τρεις τάφους, που είχανε για μόνο στόλισμα τη δροσιά τ' ουρανού και τη σιγανή όταν έπεφτε βροχούλα στο πράσινο τροφαντό γρασίδι.
Ο θάνατος ξεχώριζε κ' εδώ τις τάξες σε πλούσιους και σε φτωχούς. Ο ίδιος νόμος, ο ίδιος ρυθμός, η αιώνια πάλη μέχρι θανάτου και στην άλλη ζωή.
Η είδηση για τη μεταφορά του νεκροταφείου είχε γίνει γνωστή στους κατοίκους από τον τελάλη τον Γκιόκα. Ενα μεσόκοπο κοντακιανό τυφλό ανθρωπάκο, που είχε χάσει το φως του από φουρνέλλο και που όμως και τώρα δεν είτανε άχρηστος στην κοινωνία, στο σπίτι του. Παρ' όλη την πάθησή του κατόρθωνε μόνος να θρέφει τέσσερα παιδιά και γυναίκα, δουλεύοντας πότε στα χωράφια και πότε ξελακκίζοντας τ' αμπέλια σαν ένα δυνατό άλκιμο παλληκάρι. Λογαριαζότανε μέσα στους καλύτερους σκαφτιάδες - όχι μόνο στις Αδάμες που είναι αφράτα τα χώματα και στην πιο κακοτράχαλη γη. Η κοινότητα τον είχε σύγχρονα και τελάλη. Αυτός λοιπόν με τη βροντερή φωνή του είχε δώσει την είδηση:
-- Ακούστε, κύριοι! Οσοι έχετε οστά των αποθανόντων στο παλιό νεκροταφείο να πάτε να τα πάρετε εντός δέκα ημερών γιατί θα γίνει πλατεία. Και όσοι έχετε μνημεία να πάτε τα υποδεικτικά στην Κοινοτική Επιτροπή.
Για το τελευταίο δεν έλεγε τι θα γίνει αν δεν πηγαίνανε τα υποδεικτικά. Δεν ήθελε να το πει, δεν πήγαινε η γλώσσα του να το τελαλήσει.
Είτανε όμως γνωστό σε όλους πως τα μάρμαρα των μνημείων τ' αδήλωτα, θα γινόντουσαν βρύσες στο δρόμο, να υδρεύεται με πολυτέλεια και μ' άνεση ο κόσμος.
Η είδηση δεν έφερε καμιά σύγχυση, αναστάτωση στους χωρικούς. Κρίθηκε απ' όλους ευνοϊκά, τη δεχτήκανε σχετικά όλοι μ' ευχαρίστηση.
Μονάχα δυο - τρεις γυναικούλες - από κείνες που μένουνε σαν τα στρείδια κολλητές στην παράδοση, σαν τη μπαμπα-Μάρω, να πούμε, που ήξερε ν' αμποδένει το σκυλί να μην πιάνει, και να κρατάει του λύκου το στόμα ανοιχτό,- μονάχα σαν κι αυτό το χούφταλο μερικές, δεν την πήρανε από μάτι καλό την είδηση, δεν τους ήρθε σωστό να μεταφέρουνε τα οστά των γονέων τους από κει που κοιμόντουσαν χρόνια. Μα ποιος τις λογάριαζε αυτές; Η ζωή θα τραβούσε το δρόμο της!
Το χωριό είχε απλωθεί, μεγαλώσει. Δεν είτανε το ίδιο, όπως εδώ και τριάντα - σαράντα χρόνια - μια χούφτα ανθρώπους, ένας γύρος από σπιτάκια χαμηλά, ετοιμόρροπα. Είχανε χτιστεί σωστά παλατάκια, βίλλες,- ιδίως τελευταία μετά τον πόλεμο- είχανε 'ρθεί ξένοι, αφεντάδες, πλούσιοι, δυνατοί. Το θαυμάσιο κλίμα του μάζευε τον κόσμο σαν τ' ανοιξιάτικο λουλούδι τις αχτίδες του ήλιου, σαν τ' ανθισμένο καλύκι τις πεταλούδες. Κι αυτοί αφήνανε παράδες και γινότανε πολιτεία το χωριό - ένα ωραίο προάστειο με θαυμαστούς δρόμους, με ντάνσιγκ, ξενοδοχεία, πινακίδες σε κάθε σοκκάκι παλιό όπου έβλεπες όλη τη σχολαστικότητα των δασκάλων σε ονόματα γραμμένα με μαύρα μεγάλα κεφαλαία και ξεθαμμένα ποιος ξέρει από ποια λησμονημένη Μυθολογία: οδός Αγραύλου, Παλλαντιδών, Αθμονέων, οδός Φλυάς και Ουρανίας Αφροδίτης, κτλ. Αϊντε να καταλάβει ετούτα τα κινέζικα ο αγράμματος χωριάτης, που μόλις έχει τελειώσει την τρίτη - τετάρτη Δημοτικού! Σα να μην υπήρχαν δα οι παλιές ονομασίες του τόπου, οι ζωντανές, τα ονόματα των βουνών μας, των λόφων, του παππούλη μας, όσων τέλος πάντων δείξανε μια δράση ωφελιμιστική στον τόπο, στης Φυλής τον Αγώνα;
Ας είναι! Οι δάσκαλοι δεν είχανε ποτέ καθαρή αντίληψη της ζωής, σκέψη σωστή, συγχρονισμένη. Και δεν είχε άδικο αυτή τη φορά η μπαμπα-Μάρω που έλεγε, με το λίγο μυαλό της, πως από τον καιρό που βγήκανε τα γράμματα κ' οι δασκάλοι, τα χαρτιά κι οι εφημερίδες, πάει, χάλασε ο κόσμος!
Ομως εκεινού που είτανε σκέψη να μεταφερθεί το νεκροταφείο πιο έξω, βορεινά, του έπρεπε μπράβο, είτανε σκέψη σωστή, δε χωρούσε αντίρρηση. Γιατί δεν έστεκε καθόλου, όπως να το πεις, να μπερδεύονται οι ζωντανοί με τους πεθαμένους, νάναι μέσα στα σπίτια νεκροκέρια, καντήλια, νάναι κοντά στις αυλόπορτες σπαρμένοι τάφοι, μνημεία, σταυροί!
Και πάλι ο Γκιόκας ξαναφώναξε, τελάλησε να τ' ακούσουνε οι καθυστερημένοι:
-- Καινούργια παράταση, δε θα δοθεί, Κύριοι. Ως την Κυριακή βράδυ τ' αργότερο πρέπει να πάτε τα υποδεικτικά στην Κοινοτική Επιτροπή και να σηκώσετε τα οστά των αποθανόντων γιατί θα γίνει το παλιό νεκροταφείο πλατεία. Τ' ακούτε! Ως την Κυριακή. Δε θα δοθεί καινούργια παράταση, είπαμε!...
Η μπαμπα-Μάρω, με το λίγο μυαλό της πάντα, είχε να φροντίσει αυτές τις μέρες, για τα οστά του αντρός της και των παιδιών της πώς να τα μεταφέρει στο νέο νεκροταφείο. Τι να κάνει! Δε σήκωνε η δουλειά νερό. Μα είχε σκαλώσει σε χίλια εμπόδια κι έβλεπε τώρα πόσο δίκαιο είχε όταν έλεγε πως χάλασε ο κόσμος από τον καιρό που βγήκαν τα γράμματα, τα χαρτιά κι οι δάσκαλοι.
Κατά πρώτης της είχανε ζητήσει να κάνει αναφορά και να επισυνάψει γραμμάτιο για την αγορά του καινούργιου τάφου, που θα πήγαινε έτσι στην κυριότητά της. Κι ύστερα της είχανε ζητήσει να πληρώσει εργατικά στην Κοινότητα για ν' ανοίξουν τον παλιό τάφο και να πάρει τα κόκκαλα των δικών της.
Κι αυτή είχε πελαγώσει η άμοιρη! Πού να βρει λεφτά να πληρώσει τον ταμία και να πάρει εξωφλημένο γραμμάτιο - αυτή που είτανε περισσότερο στραβή σ' ετούτο τον κόσμο κι από τον τελάλη το Γκιόκα! Μια ψωροχαμοκέλλα που έμενε είτανε όλο το βιός της. Αταβάνωτη, με καλάμια χτυπημένα με λάσπη - δίχως άλλο στολίδι κανένα εξόν από ένα καντήλι κοντά στη χάρη της να τη φωτάει πότε - πότε. Και τώρα της ζητούσαν αναφορές, αιτήσεις, εργατικά, χρήματα!
-- Ελα, Θεέ μου και Κύριε, σώσε με! Πώς να τα βολέψω, πού να τάβρω η άραχλη!
Πήγε, σύρθηκε, έπεσε στο πόδια του Ντιλέρη, του άρχοντα.
-- Για την ψυχή του Κωστάκη Σου, ζωή νάχεις, αφεντικό. Μόνο τα κόκκαλά τους να πάρω. Δε με βοηθάνε τα χέρια στο σκάψιμο. Τρέμουνε - δες τα! Μόνο τα κόκκαλά τους να πάρω. Δε μου χρειάζεται τάφος. Ας με πετάξουν εμένα στο δρόμο, - ας με φαν τα κοράκια!...
Για να την ξεφορτωθεί ο Ντιλέρης της έδωσε κάτι. Δεν αρκούσε ούτε κερί ν' αγοράσει, ούτε καντήλι ν' ανάψει μ' αυτό. Πού να πληρώσει εργατικά!
Της είχε δώσει ελεημοσύνη όπως σε μια ζητιάνα - εκείνος που έστηνε μνημεία με μάρμαρα, εκείνος που είταν η κύρια αφορμή να μεταφερθεί σε οικόπεδο αγορασμένο από τον ίδιο - πεντακόσιες - εξακόσιες πήχες, εδώ και είκοσι - τριάντα χρόνια, για ένα κομμάτι ψωμί! - το παλιό, τ' αγιασμένο δικό της νεκροταφείο!
Θάπρεπε λοιπόν να πεταχτούνε τα κόκκαλα των παιδιών της στο δρόμο, για να μεγαλώσει, να ομορφήνει το χωριό, να γίνει πλατεία!
Από το Σάββατο έρρηχνε και την Κυριακή που έληγε η προθεσμία το είχε στρώσει. Ολος ο τόπος άσπριζε - θάμπωνε τα μάτια το χιόνι. Το χωριό με τα ψηλά σπίτια, τα μέγαρα, είτανε σαν ένα όραμα θείο, παραδεισένιο. Και μόνο στην καλαμωτή της μαύρης γερόντισσας στέναζε βαρύ το χιόνι κι έσταζε αναλυωμένο νερό μέσα.
Τέλειωνε η διορία. Τα κόκκαλα θα τα πετούσαν αύριο έξω. Δε θα τους εμπόδιζε ο καιρός. Αυτοί δεν ξέρουν εμπόδια. Νικάνε όλα τα στοιχειά της φύσης. Είναι χειρότεροι κι από λύκους...
Η Μπαμπα-Μάρω σ' αυτές τις σκέψεις ένοιωθε να μαυρίζει ο κόσμος, δεν υπήρχε για την ψυχή της πουθενά κανένα σημάδι λευκό.
Και τότε βάλθηκε μόνη, καθώς έπεφτε το σκοτάδι πονετικά τριγύρω της, βάλθηκε αυτή ν' ανοίξει τον τάφο. Μονάχη. Με τον κασμά στα τρεμάμενα χέρια της. Θα μάζευε σ' ένα μεγάλο σακκούλι τα κόκκαλα και θα τα πήγαινε μες στο καλύβι της, κοντά στο καντήλι της Δέσποινας, όταν έρθει η ώρα της να πάει να γείρει κοντά τους.
Και χτυπούσε την κρουσταλλιασμένη, την παγωμένη, την πετρωμένη τη γη. Κάθε χτύπος κ' ένας πόνος, κάθε πόνος κ' ένα λύσιμο στους αρμούς. Και το αναφυλλητό της βάραινε τα στήθια κ' είτανε βαθειά, σαν τις ρίζες του δέντρου, βαθειά θαμμένα τα κόκκαλα μέσα στην άραχλη γη.
Σε μια στιγμή ένοιωσε κάτι να της σφίγγει τα χέρια, ένα δέσιμο στις κλείδωσες, ένα τράνταγμα δυνατό σ' όλο το κορμί. Ανοιξε τα μάτια της τρομαγμένα. Κοίταξε γύρω. Τι νάναι, Θεέ μου, τι νάναι! ... Κ' είδε τότε μέσα στο σκοτάδι να διαγράφεται η μορφή ενός ξεφρενιασμένου Αράπη με κόκκινο της φωτιάς φέσι, ψηλά στην κορφή, και με γυαλένια κοφτερά κρύα μάτια.
Ανατρίχιασε. Είταν ο μωρός! Ο βαρύς εφιάλτης που την έπιανε τακτικά, που της μελάνιαζε τα κρέατα, την κρατούσε ακίνητη ώρες. Ο μωρός! Ιδιος ο θάνατος γι' αυτή.
Ο κασμάς της έφυγε απ' τα χέρια, κύλισε κατάχαμα. Βαρύνανε τα βλέφαρά της. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα λυτρωμού. Ενοιωθε τα νύχια του να μπήγονται μέσα στις σάρκες της, να της μελανιάζουνε τα γέρικα μαραμένα της μπράτσα, να της κόβουνε την αναπνοή.
Σάπια, λυτά, χωνεμένα, κίτρινα, σκόρπια εδώ κ' εκεί, τα κόκκαλα των παιδιών της, του άντρα της, δε θα τα μάζευε, τόνοιωθε πια, δε θα τα βλέπανε - αλλοίμονο! - τα πικραμένα της μάτια.
Η αγωνία, ο βραχνάς, το κρύο, ο παγωμένος που φυσούσε αγέρας, της πήρανε τώρα και την τελευταία της δύναμη.
Και το κορμί της άρχισε να λυγάει - να λυγάει σαν τόξο κ' έτσι κουλουριασμένο βρέθηκε να προσκυνάει τη γη.
Ο παλιός κόσμος έκανε θέση στην καινούργια ζωή.
Η πλατεία σε λίγο καιρό είτανε έτοιμη. Στρώθηκε με χαλίκι, πέρασε το βαρύ θηρίο από πάνω της,- με τις μεγάλες πέτρινες ρόδες και το πράσινο φουγάρο - χαραχτήκανε δρόμοι στα πλάγια. Και σα νάταν προφητικοί οι στίχοι ενός άγνωστου νέου ποιητή:
«Μόνο εκεί πούναι τάφοι, εκεί ριζώνει
της ζωής πλούσια η βλάστηση...».
θέριεψε μια βλάστηση πρωτόφαντη γύρω κι όλα τα φυντάνια που βάλανε, πιάσανε όπως σε φυτώριο μέσα και πετάξανε γρήγορα καινούργια κλωνάρια, γεμάτα ήσκιο, δροσιά.
Από τα μαρμάρινα μνημεία, τ' αδήλωτα, γίνανε βρύσες στους δρόμους και μια δίκρουνη πηγή στην πλατεία, να δροσίζουνε τους περαστικούς στρατοκόπους, να υδρεύεται ο κόσμος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου